30.4.09

Μιά υπέροχη Πρωτομαγιά!

Σήμερα η Κυρία μάς είπε να περιγράψουμε την καλλίτερή μας Πρωτομαγιά. Κι επειδή ως τώρα μόνο άσχημες έχω περάσει, γιαυτό θα διηγηθώ την αυριανή. Σαν να την έχω περάσει και να ήταν η καλλίτερη.

Αύριο το πρωί λοιπόν, αφού φάγαμε το πρωϊνό μας, μόνο γάλα δηλαδή, και μάλιστα φτηνό, της ΜΑΡΦΙΝ, γιατί ο μπαμπάς μου δεν φεύγει πιά για δουλειά το πρωί, και δεν φέρνει λεφτά στο σπίτι το βράδυ, ο μπαμπάς μου είπε ότι θα κάνουμε μια βόλτα στην πόλη. Η χαρά μου δεν περιγράφεται. Ανέβηκα στην καρέκλα και τον φίλησα στο μάγουλο. Κάτι μουρμούριζε η μαμά μου ότι ήθελε να πάμε να μαζέψουμε άγρια λάχανα διότι τί άλλο θα τρώγαμε την άλλη μέρα, αλλά πού να την ακούσει ο μπαμπάς.
-«Πρέπει να δει κόσμο το παιδί!» της είπε απότομα.
-«Πρέπει και να τρώει πότε-πότε!» του απάντησε εκείνη.

Έβαλα το καλό μου κόκκινο φόρεμα με τα πολλά-πολλά λουλουδάκια και τις τσέπες μπροστά. Μού 'ρχονταν λίγο κοντό γιατί είχα ψηλώσει από πέρσυ, αλλά δεν μέ έννοιαζε. «Είσαι και στη μόδα του μίνι...» είπε πικρόχολα ο μπαμπάς μου.
Μετά υπόμεινα με υπομονή τη μαμά μου να μού πλέξει τις κοτσίδες. Η χαρά μου που μού έβαλε για κοκκαλάκια τις αγαπημένες μου κόκκινες πασχαλίτσες με τα μαύρα πουάν δεν περιγράφεται.
Έβαλα και τα περσυνά μου γαλάζια πέδιλα με την πράσινη αγκράφα. Τα δάχτυλά μου έβγαιναν έξω, ...πολύ έξω, αλλά δεν με έννοιαξε. Δεν είχα κι άλλα άλλωστε.

Βγήκαμε έξω από το σπίτι μας στην Κυψέλη κι αρχίσαμε να περπατάμε προς το Πεδίο του Άρεως, όπως είπε ο μπαμπάς μου. Πολλά αυτοκίνητα στους δρόμους. Πολλά και πάνω στα πεζοδρόμια, παρκαρισμένα. Πάντα είχα απορία γιατί τα λέμε πεζοδρόμια και όχι ...αυτοκινητοδρόμια, αφού πάντα γεμάτα με αυτοκίνητα είναι και όχι με πεζούς, αλλά η Κυρία μας με αγριοκοίταξε, όταν την ρώτησα κάποτε. Γιαυτό από τότε δεν την ξαναρώτηξα ούτε θα την ξαναρωτήξω ποτέ.

Στο Πεδίο του Άρεως είχε συγκέντρωση, είπε η μαμά μου. Ήταν εκεί κάμποσοι με πολύχρωμες σημαίες και άλλοι με πράσινες ή με γαλάζιες σημαίες και κάμποσα γαλάζια ή πράσινα πανώ. Σαν τα παπούτσια σου, μωρό μου, είπε ο μπαμπάς μου. Μού έκανε εντύπωση πάντως ότι στέκονταν κάπως μακρυά ο ένας από τον άλλον. Αφού είναι στο Πεδίο του Άρεως, στέκονται Αρεωμένοι σκέφτηκα και δεν ρώτησα τη μαμά μου το γιατί. Φώναζαν συνέχεια: «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Δεν κατάλαβα γιατί, αφού κανένας τους δεν έμοιαζε με εργάτη.

Προχωρήσαμε ύστερα προς την Πλατεία Κάνιγγος. Την ήξερα γιατί από κεί παίρνουμε το λεωφορείο. Όμως ποτέ δεν κατάλαβα γιατί την λένε «πλατεία» αφού ο μπαμπάς μου λέει ότι είναι "κυκλοφοριακός κόμβος". Ρώτησα κάποτε την Κυρία μας τί σημαίνει"κυκλοφοριακός κόμβος" και γιατί μιά «πλατεία» να είναι κάτι τέτοιο, τόσο κακό, αλλά με αγριοκοίταξε. Γιαυτό από τότε δεν την ξαναρώτηξα ούτε θα την ξαναρωτήξω ποτέ.

Κι εδώ συγκέντρωση, «χωριστή συγκέντρωση» είπε ο μπαμπάς μου, βρίζοντας και κάτι μέσα από τα δόντια του, πνιχτά, για να μην το ακούσω. Πάντα ακούω τον μπαμπά μου ή την μαμά μου όταν βρίζουν, αλλά δεν το λέω ποτέ γιατί μέ έδειραν την πρώτη φορά που το είπα. Ρώτησα μάλιστα την Κυρία μου γιατί μέ έδειραν αφού αυτοί έλεγαν τις βρισιές όχι εγώ, αλλά με αγριοκοίταξε. Γιαυτό από τότε δεν την ξαναρώτηξα ούτε θα την ξαναρωτήξω ποτέ αλλά ούτε και λέω τί ακούω, όταν βρίζουν ο μπαμπάς μου είτε η μαμά μου.
Αρεωμένοι και τούτοι οι συγκεντρωμένοι... κι ας ήταν μακρυά από το Πεδίο του Άρεως. Είχαν μαύρες και κόκκινες σημαίες αυτοί. Σαν τα κοκκαλάκια σου, μωρό μου, είπε ο μπαμπάς μου. Αλλά πάλι το ίδιο σύνθημα φώναζαν. «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Θα το άκουσαν από τους άλλους, σκέφτηκα. Τους άρεσε και το επαναλαμβάνουν σαν παπαγάλοι...

Να προχωρήσουμε είπε ο μπαμπάς μου. Περπατήσαμε, περπατήσαμε, όσο περίπου από το Πεδίο του Άρεως μέχρι την Κάνιγγος, και βρεθήκαμε σε μιά πραγματική πλατεία, όχι σε "κυκλοφοριακό κόμβο". Η Πλατεία Κοτζιά είπε ο μπαμπάς μου. Η Πλατεία Ελευθερίας είπε η μαμά μου. Και σε τόνο βρισιάς συμπλήρωσε «ακόμα με το όνομα του παλιο.......... την αναφέρεις;;;» Ο μπαμπάς μου δεν είπε τίποτε. Μόνο την αγριοκοίταξε.
Συγκεντρωμένοι κι εδώ πολλοί. Περισσότεροι από τους άλλους στις άλλες δύο μεριές μαζί. Κατακόκκινες σημαίες αυτοί. Σαν το φορεματάκι σου, μωρό μου, είπε ο μπαμπάς μου. «Κατακόκκινο με πολλά ..."λουλούδια"...» συμπλήρωσε η μαμά μου με νόημα. Δεν ξέρω τί ακριβώς νόημα εννοούσε, αλλά ήταν το ίδιο με αυτό που μουρμούριζε, όταν έβλεπε την κυρία Κανέλλη στην τηλεόραση.
Το ίδιο όμως σύνθημα φώναζαν και τούτοι. «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Θά 'ναι "πανδημία" σκέφτηκα. Δεν ξέρω τί σημαίνει η λέξη "πανδημία", αλλά την ακούω συνέχεια στην τηλεόραση τελευταία και μού έχει αρέσει.

Μετά προχωρήσαμε προς το Μοναστηράκι. Να πάρουμε τον Ηλεκτρικό για την Κηφισιά είπε η μαμά μου. «Ίσως βρούμε κάνα άχτιστο οικόπεδο να μαζέψουμε άγρια λάχανα»...
Μαζέψαμε αρκετά. Ήταν μιά υπέροχη Πρωτομαγιά.